-
1 выруливание
η τροχοδρόμησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выруливание
См. также в других словарях:
τροχοδρομώ — Ν (για αεροπλάνο) κινούμαι με τους τροχούς στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + δρομώ (< δρομος < δρόμος), πρβλ. σταδιο δρομώ] … Dictionary of Greek
τροχοδρόμηση — η, Ν [τροχοδρομώ] η κίνηση τού αεροπλάνου στο έδαφος πάνω στους τροχούς κατά την απογείωση και την προσγείωσή του … Dictionary of Greek