Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ть τροχοδρομώ

См. также в других словарях:

  • τροχοδρομώ — Ν (για αεροπλάνο) κινούμαι με τους τροχούς στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + δρομώ (< δρομος < δρόμος), πρβλ. σταδιο δρομώ] …   Dictionary of Greek

  • τροχοδρόμηση — η, Ν [τροχοδρομώ] η κίνηση τού αεροπλάνου στο έδαφος πάνω στους τροχούς κατά την απογείωση και την προσγείωσή του …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»